κυμάτισμα

κυμάτισμα
το [κυματίζω]
κυματισμός*, κυματοειδής κίνηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυμάτισμα — το, ατος και κυματισμός, ο κυματοειδής κίνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέμισμα — το ατoς 1. το αέρισμα, το κυμάτισμα: Η μάχη συνεχιζόταν, αλλά και το ανέμισμα της σημαίας στο κοντάρι του φρουρίου. 2. το λίχνισμα: Είχαν αρχίσει στα αλώνια το ανέμισμα του σταριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυματισμός — ο βλ. κυμάτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”